- ἐνοικητήριον
- ἐνοικ-ητήριον, τό,A abode, Poll.1.73.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ενοικητήριον — ἐνοικητήριον, το (Α) [ενοικώ] τόπος για κατοικία, οίκημα … Dictionary of Greek
ἐνοικητήριον — abode neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)